μάκκος

μάκκος
ο (Α μάκκος)
ανόητος, γελοίος, βλάκας
αρχ.
ο κεντρικός ήρωας, ο γελωτοποιός ενός είδους ρωμαϊκής κωμωδίας με βωμολοχίες, τών λεγόμενων Ατελλανών δραμάτων, ο οποίος υποδυόταν τον κτηνώδη, τον αδηφάγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. επίθ. maccus «παράφρων, ηλίθιος», πιθ. < μακκοῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”